- ἡδομένα
- ἡδομένᾱ , ἥδομαιswad-pres part mp fem nom/voc/acc dualἡδομένᾱ , ἥδομαιswad-pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡδομένᾳ — ἡδομένᾱͅ , ἥδομαι swad pres part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδόμενα — ἥδομαι swad pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek